- υποβάκχειος
- ὁ, Α(μετρ.)1. ονομασία τού μετρικού ποδός ∪--2. ονομασία τού ποδός -∪∪-.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + Βακχεῖος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποβάκχειος — the metrical foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβακχείους — ὑποβάκχειος the metrical foot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβάκχειοι — ὑποβάκχειος the metrical foot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβάκχειον — ὑποβάκχειος the metrical foot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)